- ιερογραφία
- η (Α ἱερογραφία) [ιερογράφος]1. συμβολική παράσταση ιερών πραγμάτων2. συγγραφή θρησκευτικών θεμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερογραφικός — ή, ό (ΑΜ ἱερογραφικός, ή, όν) [ιερογραφία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιερογραφία ή στον ιερογράφο 2. εκείνος που ανήκει στην Αγία Γραφή. επίρρ... ἱερογραφικῶς (Α) με περιγραφή ιερών πραγμάτων … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ιεροπλαστία — ἱεροπλαστία, ἡ (Α) [ιερόπλαστος] ιερογραφία* … Dictionary of Greek
ՍՐԲԱԶԱՆԱԳՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0758 Chronological Sequence: 8c Տ. ՍՐԲԱԶՆԱԳՐՈՒԹԻՒՆ. ἰερογραφία. *Աստուածայնոցն օրհնութեանց սրբազանագրութիւն. Դիոն. եկեղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՍՐԲԱԶՆԱԳՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0759 Chronological Sequence: 8c գ. ἰερογραφία sacra descriptio. Սրբազան գրութիւն՝ ստորագրութիւն՝ նկարագրութիւն. խորհրդական նմանութիւն. *Զգալեօք պատկերօք զերկնայինսն գրեաց իմաստութիւնս սրբազնագրութեամբ: Ասացելոցն (սուրբ գրոց)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)